- προσβώμιος
- -ον, Ααυτός που βρίσκεται κοντά σε βωμό («τὸν τάραχον τοῑς προσβωμίοις ἵπποις καὶ βουσὶν ἐπιβάλλοντες», Ηλιόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + βωμός + επίθημα -ιος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσβωμίοις — προσβώμιος at the altar masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)